Ανώγεια: Η πάλη μέσα στο σπίτι και ο επιθανάτιος ρόγχος στην καρότσα του αγροτικού

1:19 μ.μ. - Πέμπτη, 14 Μαΐου 2020
01:05 μ.μ. - Πέμ, 14/19/2020
Image: Ανώγεια: Η πάλη μέσα στο σπίτι και ο επιθανάτιος ρόγχος στην καρότσα του αγροτικού

Δραματικές πτυχές από το διπλό φονικό των Ανωγείων έρχονται στο φως της δημοσιότητας

Δραματικές πτυχές από το διπλό φονικό των Ανωγείων έρχονται στο φως της δημοσιότητας μέσα από καταθέσεις μαρτύρων που βρέθηκαν στον τόπο της αιματοχυσίας αλλά και στο σπίτι της οικογένειας Ξυλούρη πριν ο νεαρός κτηνοτρόφος «αποδράσει» για να …σμίξει με τον θάνατο του.

Οι καταθέσεις αυτές, όπως και άλλες, δόθηκαν ενώπιον της αρμόδιας ανακρίτριας Ρεθύμνου.

Είναι συγκλονιστική η περιγραφή μάρτυρα για το πώς ο ίδιος μαζί με συγγενείς του Γιώργη Ξυλούρη πάλεψαν για να τον συγκρατήσουν μέσα στο σπίτι πριν το «σκάσει» από την πίσω ταράτσα.

Περιγράφει τον επιθανάτιο ρόγχο του στην καρότσα του αγροτικού κατά τη μεταφορά του στο Κέντρο Υγείας Ανωγείων, μπροστά στα μάτια της γυναίκας του. Στην καμπίνα του ίδιου αγροτικού είχαν φορτώσει και τον έτερο νεκρό αυτής της τραγωδίας, τον Λευτέρη Καλομοίρη.

Τη νύχτα εκείνη μια παρέα φίλων που καθόταν έξω από καφενείο στο Περαχώρι είδε τον Γιώργη Ξυλούρη να κατηφορίζει για το σπίτι του. Τον προσκάλεσαν για μια ρακή, κοντοστάθηκε αλλά δυστυχώς δεν κάθισε. Ήθελε να πάει σπίτι του. Τον περιγράφουν σε ήρεμη κατάσταση. Λίγα λεπτά αργότερα άκουσαν τη φασαρία.

Υποστηρίζεται ότι μετά τον αρχικό καβγά μεταξύ των δύο νεαρών, ο Μ. Καλομοίρης κατευθύνθηκε οπλισμένος μέχρι το σπίτι του Γ. Ξυλούρη απ’ όπου τον γύρισε πίσω ο πατέρας του. «Ο πατέρας του και ο ξάδερφος του μαζί με άλλα άτομα, δεν θυμάμαι πια, του φώναζαν και προσπαθούσαν να τον σταματήσουν.

Ο πατέρας θυμάμαι ότι του είπε: «Μη Μανόλη υπάρχουν κοπέλια μέσα». Το ίδιο του είπα και εγώ. Εκεί είδα το πιστόλι, το κρατούσε στο χέρι. Ο Καλομοίρης έφθασε έξω από το σπίτι του Ξυλούρη. Ο πατέρας του τον γύρισε πίσω».

Περιγράφουν ότι ο Γιώργης Ξυλούρης ήταν έξαλλος από το γρονθοκόπημα του 29χρονου. «Γιάε ποιος θα μου παίξει ξυλιά, εγώ μπρε πήγαινα στο σπίτι μου» φέρεται να έλεγε ξανά και ξανά. «Μπήκαμε στο σπίτι του. Ανεβήκαμε στον δεύτερο όροφο.

Προσπαθούσα να τον ηρεμήσω. Όταν τον είδε η γυναίκα του με μπλαβισμένο μάτι, ούρλιαζε και τον ρωτούσε επίμονα τι έγινε. Εκείνος δεν απαντούσε. Ζήτησα να κλειδώσω την πόρτα του διαμερίσματος.

Κλειδώνω την πόρτα και βάζω το κλειδί στην τσέπη. Μέχρι να κλειδώσω μπήκε στην κρεβατοκάμαρα του μαζί με τη γυναίκα του. Μπήκα και εγώ. Πέσαμε και οι τρεις στο κρεβάτι. Προσπαθούσαμε να τον συγκρατήσουμε. Την ώρα που παλεύαμε, χτυπούσαν επίμονα την πόρτα ο πατέρας του και ο θείος του.

Ξεκλείδωσα για να τους ηρεμήσω ότι ήταν εκεί. Γύρισα στην κρεβατοκάμαρα και τότε είδα ότι ο Γιώργης δεν ήταν εκεί. Η γυναίκα του μου είπε «από πίσω έφυγε». Δεν ήξερα ότι η κρεβατοκάμαρα είχε επικοινωνία με την ταράτσα του διπλανού σπιτιού».

«Είδα δύο επιθανάτιους ρόγχους»

Σε άλλο σημείο αναφέρεται: «Μόλις αντιλήφθηκα ότι είχε φύγει, έτρεξα προς το σπίτι του Καλομοίρη.

Περίπου στο σημείο που είχε γίνει ο καυγάς, είδα ότι είχε μαζευτεί κόσμος και άκουγα τις γυναίκες να ουρλιάζουν. Είδα τον Γιώργη με σφαίρες επειδή η μπλούζα του ήταν σκισμένη. Ήταν πεσμένος κολλητά στην καρότσα του Ν.

Δεν ξέρω αν εκεί χτυπήθηκε ή αν είχε μεταφερθεί για να τον βάλουν στην καρότσα. Με τον Μ., δεν θυμάμαι αν ήταν άλλος και ποιος, ανεβάσαμε το Γιώργη στην καρότσα. Ανέβηκα εγώ, ο Μ. και η γυναίκα του Γιώργη.

Κατά τη μεταφορά στο Κέντρο Υγείας πιστεύω ότι ξεψύχησε διότι άκουσα-είδα δύο επιθανάτιους ρόγχους και μετά νομίζω ότι χάθηκε η επικοινωνία.

Όσο τον βάζαμε στην καρότσα, δεν είδα κανένα όπλο ούτε είχα αντιληφθεί ότι στο ίδιο αυτοκίνητο ήταν ο Λευτέρης. Καθ’ όλη τη διαδρομή έβλεπα την πόρτα του συνοδηγού ανοιχτή αλλά δεν καταλάβαινα γιατί».

Ο ένας εκ των δύο μαρτύρων υποστηρίζει ότι δεν άκουσε τους πυροβολισμούς καθώς εκείνη την στιγμή ίσως κατέβαινε από την σκάλα του σπιτιού της οικογένειας Ξυλούρη και τους «σκέπαζαν» τα ουρλιαχτά της γυναίκας του.

Ο έτερος μάρτυρας υποστηρίζει ότι αρχικώς άκουσε δύο-τρεις πυροβολισμούς και στη συνέχεια, μετά από δύο-τρία δευτερόλεπτα, άκουσε συνεχόμενους έξι-επτά.

«Όταν έφθασα είδα δύο άτομα κάτω. Γνώρισα τον Γιώργη. Ήταν και ο Μ. Καλομοίρης και του είπα «ήντα μπρε έκανες επά». Ήταν μαζεμένα μπορεί και 20 άτομα.

Οι γυναίκες ούρλιαζαν. Μόλις είδα τον Ξυλούρη κάτω τον αγκάλιασα. Εκείνη την ώρα άκουσα τον Ν. που είχε αναμμένα τα φώτα του αυτοκινήτου του να μου φωνάζει να τον βάλουμε στην καρότσα. Όταν σήκωσα τον Γιώργη μαζί με τους άλλους πάτησα ένα όπλο.

Ήταν το όπλο του Ξυλούρη. Το γνώριζα. Ήταν το glock 19. Έσκυψα και το πήρα για να μην το πάρει κανείς άλλος δεδομένου ότι ήταν μεγάλη η αναταραχή στο σημείο και υπήρχε κίνδυνος».

patris.gr