Ο Δρ. Ολοκληρωμένης Περιβαλλοντικής Διαχείρισης του Πανεπιστημίου Κρήτης, Βασίλης Λύκος στον Ηχώ 99.8-Τι λέει για το νερό, τις ΑΠΕ, την αρπαγή γης και το μέλλον του πρωτογενούς τομέα στην Κρήτη
Ο Βασίλης Λύκος ξεκινά τη δημόσια παρέμβασή του στην πρωινή δημοσιογραφική εκπομπή του Ηχώ "Καλημέρα Λασίθι" υπερασπιζόμενος την πραγματική εικόνα της Κρήτης, μακριά από γενικεύσεις και σκιές που δημιουργούνται από μεμονωμένα σκάνδαλα.
Ακούστε παρακάτω την ενδιαφέρουσα συνέντευξη του Βασίλη Λύκου:
Τονίζει ότι η Κρήτη που γνωρίζει είναι η Κρήτη των αγροτών, των ανθρώπων που εργάζονται από τα ξημερώματα και με τον μόχθο της γης κατάφεραν να στηρίξουν οικογένειες, να σπουδάσουν παιδιά και να δημιουργήσουν κοινωνική πρόοδο. Οι παθογένειες υπάρχουν, όπως σε κάθε κοινωνία, αλλά δεν μπορούν να ακυρώνουν τη συνολική ταυτότητα του τόπου.
Στο ζήτημα του κλίματος, ο κ. Λύκος απορρίπτει τον όρο «κλιματική αλλαγή» όπως χρησιμοποιείται πολιτικά και επικοινωνιακά και μιλά για «κλιματική ταλάντωση». Υπενθυμίζει ότι το κλίμα ιστορικά χαρακτηρίζεται από διακυμάνσεις και ότι το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι αν αλλάζει, αλλά πώς διαχειρίζεται ο άνθρωπος τους φυσικούς πόρους. Στην Κρήτη, όπως επισημαίνει, το βασικό πρόβλημα δεν είναι η έλλειψη νερού αλλά η απουσία υποδομών. Παρά τις δεκαετίες συζητήσεων, δεν υλοποιήθηκαν ούτε μεγάλα ούτε μικρά έργα, όπως μικρά φράγματα και ταμιευτήρες, με αποτέλεσμα το νερό των έντονων βροχοπτώσεων να χάνεται στη θάλασσα χωρίς να εμπλουτίζει τον υδροφόρο ορίζοντα.
Ιδιαίτερα αιχμηρή είναι η κριτική του στην άναρχη ανάπτυξη των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. Υποστηρίζει ότι η εγκατάσταση ανεμογεννητριών στις κορυφογραμμές προκαλεί σοβαρή περιβαλλοντική ζημιά, καθώς καταστρέφεται η φυτοστρωμνή που συγκρατεί το νερό, ανοίγονται δρόμοι και χρησιμοποιούνται μεγάλες ποσότητες σκυροδέματος. Έτσι, το νερό δεν επιβραδύνεται και δεν διεισδύει στο έδαφος, αλλά καταλήγει γρήγορα στη θάλασσα. Παρόμοια κριτική ασκεί και στα μικρά υδροηλεκτρικά έργα, τα οποία –όπως λέει– υλοποιούνται χωρίς συνολική μελέτη της υδρογεωλογικής λεκάνης, αποσπασματικά και με στόχο την εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων.
Ο κ. Λύκος επισημαίνει επίσης ότι δεν υπάρχει πανελλαδική οριοθέτηση ρεμάτων και ποταμών, γεγονός που μπλοκάρει σοβαρά έργα και οδηγεί σε παράλογους χαρακτηρισμούς, όπως εκτάσεις με σπίτια και καλλιέργειες να θεωρούνται δασικές. Παράλληλα, τα μπάζα από έργα ΑΠΕ συχνά καταλήγουν σε ρέματα και παραλίες, επιδεινώνοντας τον κίνδυνο πλημμυρών.
Στο ζήτημα του νερού, συνδέει άμεσα την περιβαλλοντική διαχείριση με την κοινωνική και οικονομική πολιτική. Οι γεωτρήσεις απαιτούν ενέργεια, το κόστος του ρεύματος αυξάνεται και οι ΔΕΥΑ συσσωρεύουν χρέη. Αντί να υπάρξουν κοινωνικά τιμολόγια και ρυθμίσεις, προωθείται –κατά την άποψή του– η συγκέντρωση της διαχείρισης του νερού σε κεντρικούς φορείς, όπως η ΕΥΔΑΠ. Προειδοποιεί ότι ο έλεγχος του νερού ισοδυναμεί με έλεγχο της αγροτικής παραγωγής και, τελικά, της τροφής.
Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσει το φαινόμενο της «αρπαγής γης» και του λεγόμενου «καπιταλισμού της καταστροφής», φέρνοντας ως παράδειγμα τη Θεσσαλία. Υποστηρίζει ότι μετά από φυσικές καταστροφές, μεγάλες εταιρείες αποκτούν γη σε εξευτελιστικές τιμές και επιβάλλουν νέα παραγωγικά μοντέλα, μετατρέποντας τους αγρότες σε εξαρτημένους εργαζόμενους.
Ιδιαίτερη αναφορά κάνει στη διατροφική ασφάλεια και στα λεγόμενα «novel foods», όπως τα βρώσιμα έντομα. Κατά τον ίδιο, η προώθησή τους δεν είναι ουδέτερη επιλογή αλλά οδηγεί σε κοινωνία δύο ταχυτήτων: οι οικονομικά ισχυροί θα διατηρούν ποιοτική διατροφή, ενώ οι ασθενέστεροι θα κατευθύνονται σε φθηνά υποκατάστατα. Τονίζει ότι όταν οι κοινωνίες χάνουν την ικανότητα να παράγουν τη δική τους τροφή, χάνουν και την ελευθερία τους.
Κλείνοντας, ο Βασίλης Λύκος δηλώνει συγκρατημένα αισιόδοξος. Όσο αυξάνεται η πίεση στις κοινωνίες, τόσο ενισχύονται οι αντιδράσεις, όπως φαίνεται από τις κινητοποιήσεις των αγροτών σε όλη την Ευρώπη. Υπογραμμίζει ότι δεν μπορεί να υπάρξει βιώσιμη οικονομία χωρίς πρωτογενή τομέα και ότι η πραγματική ανάπτυξη οφείλει να περιλαμβάνει τον άνθρωπο και όχι μόνο τα συμφέροντα.